Οικογένεια
Σχολείο
Όσα πραγματικά πρέπει να ξέρω για το πώς να ζω, τι να κάνω και πώς να είμαι, τα έμαθα στο νηπιαγωγείο.
Η σοφία δε βρισκόταν στην κορυφή του σχολικού βουνού, αλλά εκεί, στα βουναλάκια από άμμο, στο νηπιαγωγείο.
Αυτά είναι τα πράγματα που έμαθα:
1. Να μοιράζεσαι τα πάντα.
2. Να παίζεις τίμια.
3. Να μη χτυπάς τους άλλους.
4. Να βάζεις τα πράγματα πάλι εκεί που τα βρήκες.
5. Να καθαρίζεις τις τσαπατσουλιές σου.
6. Να μην παίρνεις τα πράγματα που δεν είναι δικά σου.
7. Να λες συγγνώμη, όταν πληγώνεις κάποιον.
8. Να πλένεις τα χέρια σου πριν από το φαγητό.
9. Να κοκκινίζεις.
10. Ζεστά κουλουράκια και κρύο γάλα κάνουν καλό.
11. Να ζεις μια ισορροπημένη ζωή, να μαθαίνεις λίγο, να σκέπτεσαι λίγο, να σχεδιάζεις, να ζωγραφίζεις, να τραγουδάς, να χορεύεις, να παίζεις και να εργάζεσαι κάθε μέρα από λίγο.
12. Να παίρνεις έναν υπνάκο το απόγευμα.
13. Όταν βγαίνεις έξω στον κόσμο, να προσέχεις την κίνηση, να κρατιέσαι από το χέρι και να μένεις μαζί με τους άλλους.
14.Να αντιλαμβάνεσαι τα θαύματα. Να θυμάσαι το μικρό σπόρο μέσα στο δοχείο. Οι ρίζες πάνε προς τα κάτω και το φυτό προς τα πάνω. Κανείς πραγματικά δεν ξέρει πώς και γιατί, αλλά όλοι μας μοιάζουμε σ’ αυτό.
15. Τα χρυσόψαρα, τα χάμστερς, τα άσπρα ποντίκια, ακόμη κι ο μικρός σπόρος μέσα στο πλαστικό δοχείο, όλα πεθαίνουν. Το ίδιο κι εμείς. Να θυμάσαι τελικά τα βιβλία και την πρώτη λέξη που έμαθες την πιο μεγάλη απ’ άλλους: τη λέξη ΚΟΙΤΑ.
Όλα όσα πρέπει να ξέρετε βρίσκονται κάπου εδώ μέσα. Ο χρυσός κανόνας, η αγάπη και οι βασικές αρχές υγιεινής, η οικολογία, η πολιτική, η ισότητα και η υγιεινή ζωή...
Σκεφτείτε πόσο καλύτερος θα ήταν ο κόσμος, αν όλοι εμείς οι άνθρωποι τρώγαμε γάλα με κουλουράκια γύρω στις τρεις το απόγευμα και μετά ξαπλώναμε κάτω από τις κουβέρτες για έναν υπνάκο. Ή, αν όλες οι κυβερνήσεις είχαν ως βασική αρχή να βάζουν πάντα τα πράγματα εκεί που τα βρήκαν και να καθαρίζουν τις τσαπατσουλιές τους.
Είναι ακόμη αλήθεια, ανεξάρτητα από την ηλικία σας, πως όταν βγαίνετε έξω στον κόσμο είναι καλύτερα να κρατιέστε από το χέρι και να μένετε μαζί με άλλους.
ROBERT FULGHUM. Εκδόσεις “ΛΥΧΝΟΣ”
Η σοφία δε βρισκόταν στην κορυφή του σχολικού βουνού, αλλά εκεί, στα βουναλάκια από άμμο, στο νηπιαγωγείο.
Αυτά είναι τα πράγματα που έμαθα:
1. Να μοιράζεσαι τα πάντα.
2. Να παίζεις τίμια.
3. Να μη χτυπάς τους άλλους.
4. Να βάζεις τα πράγματα πάλι εκεί που τα βρήκες.
5. Να καθαρίζεις τις τσαπατσουλιές σου.
6. Να μην παίρνεις τα πράγματα που δεν είναι δικά σου.
7. Να λες συγγνώμη, όταν πληγώνεις κάποιον.
8. Να πλένεις τα χέρια σου πριν από το φαγητό.
9. Να κοκκινίζεις.
10. Ζεστά κουλουράκια και κρύο γάλα κάνουν καλό.
11. Να ζεις μια ισορροπημένη ζωή, να μαθαίνεις λίγο, να σκέπτεσαι λίγο, να σχεδιάζεις, να ζωγραφίζεις, να τραγουδάς, να χορεύεις, να παίζεις και να εργάζεσαι κάθε μέρα από λίγο.
12. Να παίρνεις έναν υπνάκο το απόγευμα.
13. Όταν βγαίνεις έξω στον κόσμο, να προσέχεις την κίνηση, να κρατιέσαι από το χέρι και να μένεις μαζί με τους άλλους.
14.Να αντιλαμβάνεσαι τα θαύματα. Να θυμάσαι το μικρό σπόρο μέσα στο δοχείο. Οι ρίζες πάνε προς τα κάτω και το φυτό προς τα πάνω. Κανείς πραγματικά δεν ξέρει πώς και γιατί, αλλά όλοι μας μοιάζουμε σ’ αυτό.
15. Τα χρυσόψαρα, τα χάμστερς, τα άσπρα ποντίκια, ακόμη κι ο μικρός σπόρος μέσα στο πλαστικό δοχείο, όλα πεθαίνουν. Το ίδιο κι εμείς. Να θυμάσαι τελικά τα βιβλία και την πρώτη λέξη που έμαθες την πιο μεγάλη απ’ άλλους: τη λέξη ΚΟΙΤΑ.
Όλα όσα πρέπει να ξέρετε βρίσκονται κάπου εδώ μέσα. Ο χρυσός κανόνας, η αγάπη και οι βασικές αρχές υγιεινής, η οικολογία, η πολιτική, η ισότητα και η υγιεινή ζωή...
Σκεφτείτε πόσο καλύτερος θα ήταν ο κόσμος, αν όλοι εμείς οι άνθρωποι τρώγαμε γάλα με κουλουράκια γύρω στις τρεις το απόγευμα και μετά ξαπλώναμε κάτω από τις κουβέρτες για έναν υπνάκο. Ή, αν όλες οι κυβερνήσεις είχαν ως βασική αρχή να βάζουν πάντα τα πράγματα εκεί που τα βρήκαν και να καθαρίζουν τις τσαπατσουλιές τους.
Είναι ακόμη αλήθεια, ανεξάρτητα από την ηλικία σας, πως όταν βγαίνετε έξω στον κόσμο είναι καλύτερα να κρατιέστε από το χέρι και να μένετε μαζί με άλλους.
ROBERT FULGHUM. Εκδόσεις “ΛΥΧΝΟΣ”
Τό πνεῦμα τοῦ Δασκάλου
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ,
συγγραφέας
Εἶχε φτάσει ἡ ὥρα πού ὅλοι οἱ μαθητές περιμένουν μέ ἀγωνία. Στήν τάξη ἐπικρατοῦσε ἀναβρασμός. Τά παιδιά, ἀνυπόμονα γιά τίς καλοκαιρινές διακοπές πού θά ἄρχιζαν σέ λίγες μέρες, ἔκαναν ὄνειρα. Μόνο ὁ δάσκαλος σώπαινε προβληματισμένος. Ἀπό αὐτά τά ἀξιολάτρευτα πλάσματα πού εἶχε ἀπέναντί του, καί πού τά ἀγαποῦσε ὅλα, χωρίς καμιά διάκριση, θά ἔπρεπε νά διαλέξει ἐκεῖνα πού ἄξιζαν νά προβιβαστοῦν στήν ἑπόμενη τάξη καί νά ἀπορρίψει ἐκεῖνα πού δέν εἶχαν δουλέψει ἀρκετά ὥστε νά εἶναι τώρα σέ θέση νά γευτοῦν τούς καρπούς τῶν κόπων τους. Ἡ θέση του, δέν ἦταν καθόλου εὔκολη. Ἤξερε πώς ἡ ἀποτυχία πονοῦσε περισσότερο καί ἄν αὐτό θά βοηθοῦσε ἀληθινά τά παιδιά, θά τά πέρναγε ὅλα, χωρίς καμία ἐξαίρεση. Ἀλλά αὐτό θά ἦταν καταστροφικό γιά τήν ζωή τους γιατί ἔτσι δέν θά μάθαιναν ποτέ νά ἀγωνίζονται. Ἔτσι, γιά τό δικό τους καλό, ἔπρεπε νά φανεῖ αὐστηρός παρά τή θλίψη πού τοῦ προξενοῦσε αὐτή ἡ ἰδέα…
Ἀναζητοῦσε μάταια ἕνα τρόπο νά τούς τό πεῖ. Νά τούς δώσει νά καταλάβουν πώς αὐτή ἡ ἀναγκαία πράξη ἦταν σημαντική γιά τή ζωή τους καί ὄφειλαν νά τή δοῦν ἔτσι, καί μάλιστα νά πάρουν ἀπό αὐτή ἕνα μάθημα πού θά τούς ἦταν πολύ περισσότερο χρήσιμο ἀπό τά μαθηματικά ἤ τή γεωγραφία. Σκέφτηκε πολύ ὥσπου στό τέλος βρῆκε τόν τρόπο. Μετά τό τελευταῖο διάλειμμα τά κάλεσε στήν αἴθουσα καί τούς ζήτησε νά κλείσουν τά βιβλία καί νά τόν ἀκούσουν προσεκτικά.
Τά παιδιά τόν κοίταξαν παραξενεμένα, μά εἶχαν μάθει νά ἀκοῦνε τόν καλό τους δάσκαλο καί νά κάνουν ὅ,τι τούς ζητοῦσε χωρίς ἀντιρρήσεις. Ἔτσι ἔκαναν καί τώρα.
Ὅταν τά βιβλία μπῆκαν στίς τσάντες καί ἔγινε ἡσυχία, ὁ δάσκαλος κατέβηκε ἀπό τήν ἕδρα του, προχώρησε στό κέντρο τῆς αἴθουσας καί μέ φωνή πού ἔτρεμε ἀπό συγκίνηση τούς εἶπε:
ἀγαπητά μου παιδιά, ὁ χρόνος αὐτός φτάνει στό τέλος του. Περάσαμε πολλά μαζί, στιγμές ὄμορφες καί στιγμές δύσκολες. Ἐγώ, σάν δάσκαλός σας προσπάθησα ὅσο μποροῦσα μέ ἀγάπη καί σεβασμό σέ σᾶς, νά σᾶς μάθω ὅσα περισσότερα μποροῦσα ἀπό ἐκεῖνα πού θά σᾶς φανοῦν χρήσιμα αὔριο. Ἔκανα κάθε τί γιά νά βάλω στήν ψυχή σας τό σπόρο τῆς Γνώσης, ὅπως ἔκαναν καί οἱ δικοί μου δάσκαλοι πρίν πολλά χρόνια. «Τώρα, ἦρθε ἡ ὥρα νά κάνω κάτι ἀκόμα. Μέ βῆμα σταθερό πλησίασε στήν ἕδρα καί πῆρε ἕναν καθρέφτη πού ἦταν ἐκεῖ. Ὕστερα, τόν σήκωσε ψηλά γιά νά τόν δοῦν ὅλοι, καί πρίν προφτάσουν νά ρωτήσουν τίποτα τά παιδιά πού τόν κοίταζαν ἔκπληκτα, τόν ἄφησε νά πέσει μέ δύναμη στό πάτωμα. Ὁ καθρέφτης, μέ ἕνα δυνατό θόρυβο ἔπεσε στό πάτωμα καί ἔγινε θρύψαλα. Τά παιδιά ἔβγαλαν ἕνα ἐπιφώνημα ἀπογοήτευσης καί στήν τάξη ἐπικράτησε ἀναταραχή.
Ὁ δάσκαλος ὅμως δέν ἐπέτρεψε νά συνεχιστεῖ ἄλλο ὁ θόρυβος.
Ἡσυχία! Μήν βιάζεστε! Θά σᾶς ἐξηγήσω ἀμέσως! Παρακαλῶ σηκωθεῖτε ἥσυχα – ἥσυχα, πάρτε ὁ καθένας ἀπό ἕνα μόνο κομμάτι καί γυρίστε στίς θέσεις σας. Τά παιδιά ἔκαναν ὅ,τι τούς εἶπε.
Τώρα σηκῶστε ὁ καθένας τό κομμάτι πού πήρατε. Τά παιδιά σήκωσαν ψηλά τά κομμάτια τους. Τό κάθε κομμάτι ἦταν διαφορετικό ἀπό τά ἄλλα. Ἕνα ἦταν μεγάλο, ἄλλο πιό μικρό, ἄλλο ἀκόμα μικρότερο.
Ὁ καθρέφτης, εἶπε ὁ δάσκαλος, ἦταν ἡ γνώση πού σᾶς πρόσφερα. Ἦταν ἕνα καί μοναδικό κομμάτι μά καθώς ἔπεφτε ἀνάμεσά σας ὁ καθένας ἀπό ἐσᾶς πῆρε ἕνα δικό του. Ἄλλος πῆρε μεγάλο, καί ἄλλος μικρότερο. Αὐτό τό κομμάτι πάρτε το μαζί σας καί φυλάξτε το καλά. Θά εἶναι ἕνα ἐνθύμιο ἀπό τόν δάσκαλό σας καί ἕνα πολύτιμο μάθημα γιά τή ζωή σας. «Τά ἀποτελέσματα τῶν ἐξετάσεων δέν θά εἶναι καλά γιά ὅλους. Ἄλλος ἀπό σᾶς θά προχωρήσει στήν ἑπόμενη τάξη καί θά συνεχίσει τίς σπουδές του, ἄλλος θά μείνει στάσιμος καί θά ἀναγκαστεῖ ἤ νά ἐπαναλάβει τήν τάξη ἤ νά ἀναζητήσει ἀλλοῦ τήν τύχη του. Δέν πρέπει νά στεναχωρηθεῖτε καλά μου παιδιά γιατί κανένας δέν πάει χαμένος. Ὁ καθένας ἔχει τά δικά του χαρίσματα καί τίς δικές του ἀξίες καί μέ αὐτές ὁδηγό καί τόν Θεό προστάτη του νά βρεῖ τόν δρόμο του. Ἄλλος θά σπουδάσει, ἄλλος θά μάθει Τέχνη, ἄλλος θά γίνει ἀγρότης. Ὅλοι ὅμως θά βροῦν τόν δρόμο τους. Καί σέ αὐτή τήν προσπάθεια κρατῆστε τά λόγια μου καί αὐτό τό κομμάτι τοῦ καθρέφτη καί ὁδηγό.
Πέρασαν χρόνια καί χρόνια. Ποτέ δέν ξέχασα ἐκείνη τή μέρα. Ἤμουν κι ἐγώ ἕνας ἀπό ἐκείνους τούς μαθητές πού ἀναγκάστηκαν νά ἐγκαταλείψουν τό σχολεῖο καί νά βγοῦν στή βιοπάλη. Μά τά λόγια τοῦ δασκάλου μου ἔμειναν γιά πάντα χαραγμένα στή μνήμη μου. Κάποια φορᾶ πού εἶχα πάει στό χωριό, εἶδα τόν δάσκαλό μου, γέροντα πιά, νά κάθεται στό καφενεῖο. Στήν ψυχή μου κάτι σκίρτησε. Κάθισα καί ἔγραψα αὐτό τό γράμμα γιά ἐκεῖνον τόν σπουδαῖο ἄνθρωπο καί τοῦ τό ἔδωσα μία μέρα στήν πλατεία:
«Ἀγαπημένε μου Δάσκαλε
Πάει καιρός ἀπό τότε πού ἄφησα τά μαθητικά θρανία καί ἴσως νά μή μέ θυμᾶσαι πιά. Μά ἐγώ ποτέ δέν σέ ξέχασα. Θυμᾶμαι ἀκόμη ἐκείνη τήν παραβολή πού μᾶς εἶπες τήν τελευταία μέρα πού πέρασα στήν τάξη μας, τή μέρα πού ἔσπασες τόν καθρέφτη. Πρόλαβα καί πῆρα ἕνα μικρό κομματάκι γιατί τά ἄλλα τά μεγαλύτερα τά πῆραν οἱ συμμαθητές μου. Ὅμως αὐτό τό κομμάτι τό πῆρα μέ λατρεία καί τό ἔβαλα πάνω στήν καρδιά. Τό ἕσφιξα τόσο πολύ πού ἡ χούφτα μου σκίστηκε καί γέμισε αἵματα. Ἡ πληγή δέν μέ τρόμαξε γιατί ἤξερα πώς τά σοφά σου λόγια ξεπερνοῦσαν κάθε πόνο. Προσπαθοῦσα νά καταλάβω τό νόημά τους, αὐτό τό νόημα πού προσπαθοῦσες νά περάσεις σέ ἐμᾶς τούς μαθητές σου.
Τό κομμάτι αὐτό τό ἔχω πάντα μαζί μου. Τό κρατάω σάν φυλαχτό ἱερό. Πολλές φορές τό παίρνω στή χούφτα μου καί τό κοιτῶ καί εἶναι σάν νά βλέπω ἐσένα καί μέσα ἀπό αὐτό ἀκούω τή φωνή σου καί τά σοφά σου λόγια πού μέ βοηθοῦν νά γίνω ἄνθρωπος σωστός καί νά κάνω τό καλό στούς συνανθρώπους μου. Ἤσουν τό δέντρο γιά μένα καί ἐγώ ὁ τυχερός πού δοκίμασα τούς σπάνιους καρπούς τῆς ψυχῆς σου.
Ἐσύ μέ ὁδήγησες! Ἐσύ μου στάθηκες! Τά λόγια σου μέ ἔκαναν νά σταθῶ στά πόδια μου κάθε φορᾶ πού μέ χτύπαγαν οἱ μπόρες. Ἄν γιά τόν Σαμψῶν ἡ δύναμη ἦταν στά μακριά του μαλλιά, ἡ δική μου δύναμη ἦταν αὐτό τό μικρό κομμάτι τοῦ σπασμένου καθρέφτη. Γι’ αὐτό καί δάσκαλέ μου τώρα πού σέ εἶδα ξαναένιωσα τήν ἀνάγκη νά σοῦ τά γράψω ὅλα αὐτά καί νά σοῦ πῶ, ἔστω καί μετά ἀπό τόσα χρόνια ἕνα μεγάλο εὐχαριστῶ πού μοῦ ἔδειξες τόν δρόμο αὐτό, πού μέ στήριξες ὅλα αὐτά τά χρόνια καί πού μέ βοήθησες νά γίνω ὅ,τι ἔγινα».
Ὅση ὥρα ἐκεῖνος διάβαζε ἐγώ ἔμενα στό πλάι σιωπηλός. Παρακολουθοῦσα τά μάτια του πού ἔτρεχαν εὐτυχισμένα δάκρυα. Ὅταν τελείωσε ἔκλαιγε πιά μέ λυγμούς. Σηκώθηκε, μέ ἀγκάλιασε καί μέ φίλησε συγκινημένος. Τότε ἐγώ, πού δέν ἤμουν πιά μικρός μαθητής, ἐγώ πού εἶχα ἤδη τά δικά μου παιδιά ἔκανα αὐτό πού ἡ ψυχή μου ἔλεγε. Ἔσκυψα καί μέ συγκίνηση τοῦ φίλησα τό χέρι.
(Περιοδικό, ‘Τό σχολεῖο καί τό σπίτι’, Μάρτ. 2004)
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ,
συγγραφέας
Εἶχε φτάσει ἡ ὥρα πού ὅλοι οἱ μαθητές περιμένουν μέ ἀγωνία. Στήν τάξη ἐπικρατοῦσε ἀναβρασμός. Τά παιδιά, ἀνυπόμονα γιά τίς καλοκαιρινές διακοπές πού θά ἄρχιζαν σέ λίγες μέρες, ἔκαναν ὄνειρα. Μόνο ὁ δάσκαλος σώπαινε προβληματισμένος. Ἀπό αὐτά τά ἀξιολάτρευτα πλάσματα πού εἶχε ἀπέναντί του, καί πού τά ἀγαποῦσε ὅλα, χωρίς καμιά διάκριση, θά ἔπρεπε νά διαλέξει ἐκεῖνα πού ἄξιζαν νά προβιβαστοῦν στήν ἑπόμενη τάξη καί νά ἀπορρίψει ἐκεῖνα πού δέν εἶχαν δουλέψει ἀρκετά ὥστε νά εἶναι τώρα σέ θέση νά γευτοῦν τούς καρπούς τῶν κόπων τους. Ἡ θέση του, δέν ἦταν καθόλου εὔκολη. Ἤξερε πώς ἡ ἀποτυχία πονοῦσε περισσότερο καί ἄν αὐτό θά βοηθοῦσε ἀληθινά τά παιδιά, θά τά πέρναγε ὅλα, χωρίς καμία ἐξαίρεση. Ἀλλά αὐτό θά ἦταν καταστροφικό γιά τήν ζωή τους γιατί ἔτσι δέν θά μάθαιναν ποτέ νά ἀγωνίζονται. Ἔτσι, γιά τό δικό τους καλό, ἔπρεπε νά φανεῖ αὐστηρός παρά τή θλίψη πού τοῦ προξενοῦσε αὐτή ἡ ἰδέα…
Ἀναζητοῦσε μάταια ἕνα τρόπο νά τούς τό πεῖ. Νά τούς δώσει νά καταλάβουν πώς αὐτή ἡ ἀναγκαία πράξη ἦταν σημαντική γιά τή ζωή τους καί ὄφειλαν νά τή δοῦν ἔτσι, καί μάλιστα νά πάρουν ἀπό αὐτή ἕνα μάθημα πού θά τούς ἦταν πολύ περισσότερο χρήσιμο ἀπό τά μαθηματικά ἤ τή γεωγραφία. Σκέφτηκε πολύ ὥσπου στό τέλος βρῆκε τόν τρόπο. Μετά τό τελευταῖο διάλειμμα τά κάλεσε στήν αἴθουσα καί τούς ζήτησε νά κλείσουν τά βιβλία καί νά τόν ἀκούσουν προσεκτικά.
Τά παιδιά τόν κοίταξαν παραξενεμένα, μά εἶχαν μάθει νά ἀκοῦνε τόν καλό τους δάσκαλο καί νά κάνουν ὅ,τι τούς ζητοῦσε χωρίς ἀντιρρήσεις. Ἔτσι ἔκαναν καί τώρα.
Ὅταν τά βιβλία μπῆκαν στίς τσάντες καί ἔγινε ἡσυχία, ὁ δάσκαλος κατέβηκε ἀπό τήν ἕδρα του, προχώρησε στό κέντρο τῆς αἴθουσας καί μέ φωνή πού ἔτρεμε ἀπό συγκίνηση τούς εἶπε:
ἀγαπητά μου παιδιά, ὁ χρόνος αὐτός φτάνει στό τέλος του. Περάσαμε πολλά μαζί, στιγμές ὄμορφες καί στιγμές δύσκολες. Ἐγώ, σάν δάσκαλός σας προσπάθησα ὅσο μποροῦσα μέ ἀγάπη καί σεβασμό σέ σᾶς, νά σᾶς μάθω ὅσα περισσότερα μποροῦσα ἀπό ἐκεῖνα πού θά σᾶς φανοῦν χρήσιμα αὔριο. Ἔκανα κάθε τί γιά νά βάλω στήν ψυχή σας τό σπόρο τῆς Γνώσης, ὅπως ἔκαναν καί οἱ δικοί μου δάσκαλοι πρίν πολλά χρόνια. «Τώρα, ἦρθε ἡ ὥρα νά κάνω κάτι ἀκόμα. Μέ βῆμα σταθερό πλησίασε στήν ἕδρα καί πῆρε ἕναν καθρέφτη πού ἦταν ἐκεῖ. Ὕστερα, τόν σήκωσε ψηλά γιά νά τόν δοῦν ὅλοι, καί πρίν προφτάσουν νά ρωτήσουν τίποτα τά παιδιά πού τόν κοίταζαν ἔκπληκτα, τόν ἄφησε νά πέσει μέ δύναμη στό πάτωμα. Ὁ καθρέφτης, μέ ἕνα δυνατό θόρυβο ἔπεσε στό πάτωμα καί ἔγινε θρύψαλα. Τά παιδιά ἔβγαλαν ἕνα ἐπιφώνημα ἀπογοήτευσης καί στήν τάξη ἐπικράτησε ἀναταραχή.
Ὁ δάσκαλος ὅμως δέν ἐπέτρεψε νά συνεχιστεῖ ἄλλο ὁ θόρυβος.
Ἡσυχία! Μήν βιάζεστε! Θά σᾶς ἐξηγήσω ἀμέσως! Παρακαλῶ σηκωθεῖτε ἥσυχα – ἥσυχα, πάρτε ὁ καθένας ἀπό ἕνα μόνο κομμάτι καί γυρίστε στίς θέσεις σας. Τά παιδιά ἔκαναν ὅ,τι τούς εἶπε.
Τώρα σηκῶστε ὁ καθένας τό κομμάτι πού πήρατε. Τά παιδιά σήκωσαν ψηλά τά κομμάτια τους. Τό κάθε κομμάτι ἦταν διαφορετικό ἀπό τά ἄλλα. Ἕνα ἦταν μεγάλο, ἄλλο πιό μικρό, ἄλλο ἀκόμα μικρότερο.
Ὁ καθρέφτης, εἶπε ὁ δάσκαλος, ἦταν ἡ γνώση πού σᾶς πρόσφερα. Ἦταν ἕνα καί μοναδικό κομμάτι μά καθώς ἔπεφτε ἀνάμεσά σας ὁ καθένας ἀπό ἐσᾶς πῆρε ἕνα δικό του. Ἄλλος πῆρε μεγάλο, καί ἄλλος μικρότερο. Αὐτό τό κομμάτι πάρτε το μαζί σας καί φυλάξτε το καλά. Θά εἶναι ἕνα ἐνθύμιο ἀπό τόν δάσκαλό σας καί ἕνα πολύτιμο μάθημα γιά τή ζωή σας. «Τά ἀποτελέσματα τῶν ἐξετάσεων δέν θά εἶναι καλά γιά ὅλους. Ἄλλος ἀπό σᾶς θά προχωρήσει στήν ἑπόμενη τάξη καί θά συνεχίσει τίς σπουδές του, ἄλλος θά μείνει στάσιμος καί θά ἀναγκαστεῖ ἤ νά ἐπαναλάβει τήν τάξη ἤ νά ἀναζητήσει ἀλλοῦ τήν τύχη του. Δέν πρέπει νά στεναχωρηθεῖτε καλά μου παιδιά γιατί κανένας δέν πάει χαμένος. Ὁ καθένας ἔχει τά δικά του χαρίσματα καί τίς δικές του ἀξίες καί μέ αὐτές ὁδηγό καί τόν Θεό προστάτη του νά βρεῖ τόν δρόμο του. Ἄλλος θά σπουδάσει, ἄλλος θά μάθει Τέχνη, ἄλλος θά γίνει ἀγρότης. Ὅλοι ὅμως θά βροῦν τόν δρόμο τους. Καί σέ αὐτή τήν προσπάθεια κρατῆστε τά λόγια μου καί αὐτό τό κομμάτι τοῦ καθρέφτη καί ὁδηγό.
Πέρασαν χρόνια καί χρόνια. Ποτέ δέν ξέχασα ἐκείνη τή μέρα. Ἤμουν κι ἐγώ ἕνας ἀπό ἐκείνους τούς μαθητές πού ἀναγκάστηκαν νά ἐγκαταλείψουν τό σχολεῖο καί νά βγοῦν στή βιοπάλη. Μά τά λόγια τοῦ δασκάλου μου ἔμειναν γιά πάντα χαραγμένα στή μνήμη μου. Κάποια φορᾶ πού εἶχα πάει στό χωριό, εἶδα τόν δάσκαλό μου, γέροντα πιά, νά κάθεται στό καφενεῖο. Στήν ψυχή μου κάτι σκίρτησε. Κάθισα καί ἔγραψα αὐτό τό γράμμα γιά ἐκεῖνον τόν σπουδαῖο ἄνθρωπο καί τοῦ τό ἔδωσα μία μέρα στήν πλατεία:
«Ἀγαπημένε μου Δάσκαλε
Πάει καιρός ἀπό τότε πού ἄφησα τά μαθητικά θρανία καί ἴσως νά μή μέ θυμᾶσαι πιά. Μά ἐγώ ποτέ δέν σέ ξέχασα. Θυμᾶμαι ἀκόμη ἐκείνη τήν παραβολή πού μᾶς εἶπες τήν τελευταία μέρα πού πέρασα στήν τάξη μας, τή μέρα πού ἔσπασες τόν καθρέφτη. Πρόλαβα καί πῆρα ἕνα μικρό κομματάκι γιατί τά ἄλλα τά μεγαλύτερα τά πῆραν οἱ συμμαθητές μου. Ὅμως αὐτό τό κομμάτι τό πῆρα μέ λατρεία καί τό ἔβαλα πάνω στήν καρδιά. Τό ἕσφιξα τόσο πολύ πού ἡ χούφτα μου σκίστηκε καί γέμισε αἵματα. Ἡ πληγή δέν μέ τρόμαξε γιατί ἤξερα πώς τά σοφά σου λόγια ξεπερνοῦσαν κάθε πόνο. Προσπαθοῦσα νά καταλάβω τό νόημά τους, αὐτό τό νόημα πού προσπαθοῦσες νά περάσεις σέ ἐμᾶς τούς μαθητές σου.
Τό κομμάτι αὐτό τό ἔχω πάντα μαζί μου. Τό κρατάω σάν φυλαχτό ἱερό. Πολλές φορές τό παίρνω στή χούφτα μου καί τό κοιτῶ καί εἶναι σάν νά βλέπω ἐσένα καί μέσα ἀπό αὐτό ἀκούω τή φωνή σου καί τά σοφά σου λόγια πού μέ βοηθοῦν νά γίνω ἄνθρωπος σωστός καί νά κάνω τό καλό στούς συνανθρώπους μου. Ἤσουν τό δέντρο γιά μένα καί ἐγώ ὁ τυχερός πού δοκίμασα τούς σπάνιους καρπούς τῆς ψυχῆς σου.
Ἐσύ μέ ὁδήγησες! Ἐσύ μου στάθηκες! Τά λόγια σου μέ ἔκαναν νά σταθῶ στά πόδια μου κάθε φορᾶ πού μέ χτύπαγαν οἱ μπόρες. Ἄν γιά τόν Σαμψῶν ἡ δύναμη ἦταν στά μακριά του μαλλιά, ἡ δική μου δύναμη ἦταν αὐτό τό μικρό κομμάτι τοῦ σπασμένου καθρέφτη. Γι’ αὐτό καί δάσκαλέ μου τώρα πού σέ εἶδα ξαναένιωσα τήν ἀνάγκη νά σοῦ τά γράψω ὅλα αὐτά καί νά σοῦ πῶ, ἔστω καί μετά ἀπό τόσα χρόνια ἕνα μεγάλο εὐχαριστῶ πού μοῦ ἔδειξες τόν δρόμο αὐτό, πού μέ στήριξες ὅλα αὐτά τά χρόνια καί πού μέ βοήθησες νά γίνω ὅ,τι ἔγινα».
Ὅση ὥρα ἐκεῖνος διάβαζε ἐγώ ἔμενα στό πλάι σιωπηλός. Παρακολουθοῦσα τά μάτια του πού ἔτρεχαν εὐτυχισμένα δάκρυα. Ὅταν τελείωσε ἔκλαιγε πιά μέ λυγμούς. Σηκώθηκε, μέ ἀγκάλιασε καί μέ φίλησε συγκινημένος. Τότε ἐγώ, πού δέν ἤμουν πιά μικρός μαθητής, ἐγώ πού εἶχα ἤδη τά δικά μου παιδιά ἔκανα αὐτό πού ἡ ψυχή μου ἔλεγε. Ἔσκυψα καί μέ συγκίνηση τοῦ φίλησα τό χέρι.
(Περιοδικό, ‘Τό σχολεῖο καί τό σπίτι’, Μάρτ. 2004)
Η κυρία Τζοβάννα και ο Μάνος
Μια εμπνευσμένη ιστορία – πώς μια δασκάλα έμαθε πώς αυτή θα μπορούσε να διδάξει σωστά τους μαθητές της. Η διδασκαλία περιλαμβάνει πιο πολλά από το να διδάσκεις μόνο ανάγνωση, γραφή και αριθμητική.
Καθώς στεκόταν μπρος στην τάξη της την Ε’ δημοτικού, την πρώτη ημέρα του σχολείου η κυρία Τζοβάννα είπε στα παιδιά ένα ψέμα. Όπως οι περισσότερες δασκάλες, κοίταξε τους μαθητές της και είπε ότι τους αγαπούσε όλους το ίδιο.
Αλλά αυτό ήταν αδύνατον, διότι εκεί στην μπροστινή σειρά, βυθισμένο στο κάθισμα του ήταν ένα μικρό αγόρι, ο Μάνος Μανούσας. Η κυρία Τζοβάννα είχε παρακολουθήσει τον Μάνο την προηγούμενη χρονιά και είχε προσέξει ότι ο Μάνος δεν έπαιζε καλά με τα άλλα παιδιά. Τα ρούχα του ήταν τσαλακωμένα. Πάντα φαινόταν ότι χρειαζόταν μπάνιο. Και ο Μάνος μπορούσε να είναι πολύ δυσάρεστος.
Στο σχολείο που δούλευε η κυρία Τζοβάννα έπρεπε να επιθεωρήσει του κάθε μαθητού το ιστορικό. Άφησε του Μάνου το ιστορικό να το διαβάσει τελευταίο. Όταν όμως διάβασε το ιστορικό που έγραφαν οι προηγούμενες δασκάλες έμεινε έκπληκτη!
Η δασκάλα της Α’ δημοτικού έγραφε: «Ο Μάνος είναι ένα φωτεινό παιδί με έτοιμο πάντα το χαμόγελο. Κάνει τις εργασίες του σωστά και προσεγμένα, και έχει καλούς τρόπους… είναι χαρά να τον έχουμε κοντά μας».
Η δασκάλα της Β’ δημοτικού έγραφε: «Ο Μάνος είναι άριστος μαθητής. Αγαπητός από τους συμμαθητές του, αλλά φαίνεται προβληματισμένος εξ αιτίας της μητέρας του που έχει μια ανίατη ασθένεια, η ζωή στο σπίτι θα είναι δύσκολη».
Η δασκάλα της Γ’ δημοτικού έγραφε: «Ο θάνατος της μητέρας του ήταν πολύ σκληρός και οδυνηρός για αυτόν. Προσπαθεί να κάνει καλά τις εργασίες του, αλλά ο πατέρας του δε δείχνει πολύ ενδιαφέρον. Η ζωή του σπιτιού σύντομα θα τον επηρεάσει εάν δε παρθούν ορισμένα μέτρα».
Η δασκάλα της Δ’ δημοτικού έγραφε: «Ο Μάνος έχει αποσυρθεί και δε δείχνει ενδιαφέρον για το σχολείο. Δεν έχει πολλούς φίλους και πολλές φορές κοιμάται στην τάξη».
Διαβάζοντας όλα αυτά η κυρία Τζοβάννα κατάλαβε το πρόβλημα και ντράπηκε πολύ για τον εαυτό της. Αισθάνθηκε ακόμη χειρότερα, όταν οι μαθητές της της έφεραν χριστουγεννιάτικα δώρα. Όλα ήταν διπλωμένα σε πολύχρωμα χαρτιά με ωραίους φιόγκους, εκτός από του Μάνου. Το δώρο του ήταν άγαρμπα διπλωμένο σε μια καφετιά χοντρή σακούλα του μανάβη. Η κυρία Τζοβάννα δυσκολεύτηκε να το ανοίξει εν μέσω των άλλων δώρων. Μερικά παιδιά άρχισαν να γελάνε όταν έβγαλε από τη σακούλα ένα βραχιόλι που λείπανε μερικές από τις ψεύτικες αδαμάντινες χάντρες και ένα μπουκάλι ένα τέταρτο γεμάτο άρωμα. Αλλά έπνιξε τα γέλια των μαθητών καθώς είπε θαυμαστικά πόσο όμορφο ήταν το βραχιόλι φορώντας το στο χέρι της και βάζοντας μερικές σταγόνες στον καρπό του χεριού της.
Ο Μάνος έμεινε λίγο παραπάνω στο σχολείο στο σχόλασμα για να πει «κυρία Τζοβάννα σήμερα μυρίζατε όπως ακριβώς μύριζε η μαμά μου». Όταν έφυγαν τα παιδιά έκλαιγε για περίπου μισή ώρα. Από εκείνη την ημέρα η κυρία σταμάτησε να διδάσκει ανάγνωση, γραφή και αριθμητική. Έδειχνε ιδιαίτερη προσοχή στο Μάνο. Καθώς δούλευε μαζί του το μυαλό του ζωντάνευε. Όσο πιο πολύ τον ενθάρρυνε τόσο πιο γρήγορα ανταποκρινόταν. Έως το τέλος του χρόνου ο Μάνος είχε γίνει ένα από τα πιο έξυπνα παιδιά της τάξης του, και παρόλο το ψέμα ότι θα αγαπούσε όλα τα παιδιά το ίδιο η κυρία Τζοβάννα ευνοούσε το Μάνο ιδιαίτερα.
Μετά από ένα χρόνο βρήκε ένα σημείωμα κάτω από την πόρτα της. Ήταν από το Μάνο. Της έλεγε ότι ακάμη ήταν η καλύτερη δασκάλα που είχε ποτέ στη ζωή του. Πέρασαν έξι χρόνια πριν πάρει άλλο σημείωμα από το Μάνο. Της έγραφε ότι τελείωσε το Λύκειο και ήταν τρίτος στην τάξη του, και ότι ακόμη ήταν η καλύτερη δασκάλα που είχε ποτέ στη ζωή του.
Μετά τέσσερα χρόνια πήρε άλλο ένα σημείωμα που της έλεγε ότι παρόλο που τα πράγματα ήταν αρκετά δύσκολα κατάφερε να επιμείνει και να συνεχίσει τις σπουδές του, και ότι σύντομα θα αποφοιτούσε από το πανεπιστήμιο με τις μεγαλύτερες διακρίσεις. Την διαβεβαίωνε ότι αυτή ήταν η πιο αγαπητή δασκάλα που είχε σε όλη του την ζωή.
Πέρασαν ακόμη τέσσερα χρόνια και έφτασε ακόμα άλλο ένα γράμμα. Αυτή τη φορά εξηγούσε ότι αφού πήρε το δίπλωμα του αποφάσισε να προχωρήσει πιο πολύ και να κάνει διδακτορικό. Στη γράμμα εξηγούσε ότι αυτή παρέμεινε η πιο καλή και αγαπητή δασκάλα που είχε ποτέ στη ζωή του. Μα τώρα το όνομα του ήταν πιο μακρύ Dr. Εμμανουήλ Σ. Μανούσος.
Η ιστορία δεν τελείωνε εκεί. Υπήρξε ακόμη ένα γράμμα εκείνη την άνοιξη. Ο Μάνος της ανακοίνωνε ότι είχε γνωρίσει μια υπέροχη κοπέλα την οποία θα παντρευόταν. Της εξηγούσε ότι ο πατέρας του είχε πεθάνει πριν μερικά χρόνια και αναρωτιόταν αν θα συμφωνούσε να παραβρεθεί στο γάμο και να καθόταν στη θέση της μητέρας του γαμπρού. Βεβαίως η κυρία Τζοβάννα δέχτηκε. Μαντέψτε! Στο γάμο φορούσε εκείνο το βραχιόλι που της είχε δωρίσει κάποια Χριστούγεννα – χρόνια πίσω. Ναι, εκείνο το βραχιόλι που έλειπαν οι αδαμάντινες πέτρες. Και βεβαιώθηκε ότι φορούσε το ίδιο άρωμα που θυμόταν ότι φορούσε η μητέρα του Μάνου στα τελευταία τους Χριστούγεννα μαζί.
Όταν συναντήθηκαν αγαλιάστηκαν με στοργή. Ο κύριος Μανούσος ψιθύρισε στο αυτί της κυρίας Τζοβάννας «Σας ευχαριστώ κυρία Τζοβάννα που πιστέυατε σε μένα. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ που με κάνατε να νιώθω σπουδαίος και μου δείξατε πως εγώ μπορούσα να διαφέρω».
Η κυρία Τζοβάννα με δάκρυα στα μάτια ψιθύρισε: «Μάνο μου λάθος κατάλαβες. Εσύ ήσουν που δίδαξες σε εμένα πώς να διαφέρω. Δεν ήξερα πώς να διδάσκω μέχρι που σε γνώρισα».
Σε παρακαλώ να θυμάσαι πως ότι κι αν κάνεις, όπου κι αν πας θα έχεις την ευκαιρία να αγγίξεις ή και να αλλάξεις τη σκοπιά, την άποψη ενός ανθρώπου. Και όταν το κάνεις σε παρακαλώ προσπάθησε να την κάνεις θετική.
ΚΑΙΡΗ Σ. ΣΜΥΡΝΙΟΥ
10 φράσεις να λέμε στα παιδιά
Μια εμπνευσμένη ιστορία – πώς μια δασκάλα έμαθε πώς αυτή θα μπορούσε να διδάξει σωστά τους μαθητές της. Η διδασκαλία περιλαμβάνει πιο πολλά από το να διδάσκεις μόνο ανάγνωση, γραφή και αριθμητική.
Καθώς στεκόταν μπρος στην τάξη της την Ε’ δημοτικού, την πρώτη ημέρα του σχολείου η κυρία Τζοβάννα είπε στα παιδιά ένα ψέμα. Όπως οι περισσότερες δασκάλες, κοίταξε τους μαθητές της και είπε ότι τους αγαπούσε όλους το ίδιο.
Αλλά αυτό ήταν αδύνατον, διότι εκεί στην μπροστινή σειρά, βυθισμένο στο κάθισμα του ήταν ένα μικρό αγόρι, ο Μάνος Μανούσας. Η κυρία Τζοβάννα είχε παρακολουθήσει τον Μάνο την προηγούμενη χρονιά και είχε προσέξει ότι ο Μάνος δεν έπαιζε καλά με τα άλλα παιδιά. Τα ρούχα του ήταν τσαλακωμένα. Πάντα φαινόταν ότι χρειαζόταν μπάνιο. Και ο Μάνος μπορούσε να είναι πολύ δυσάρεστος.
Στο σχολείο που δούλευε η κυρία Τζοβάννα έπρεπε να επιθεωρήσει του κάθε μαθητού το ιστορικό. Άφησε του Μάνου το ιστορικό να το διαβάσει τελευταίο. Όταν όμως διάβασε το ιστορικό που έγραφαν οι προηγούμενες δασκάλες έμεινε έκπληκτη!
Η δασκάλα της Α’ δημοτικού έγραφε: «Ο Μάνος είναι ένα φωτεινό παιδί με έτοιμο πάντα το χαμόγελο. Κάνει τις εργασίες του σωστά και προσεγμένα, και έχει καλούς τρόπους… είναι χαρά να τον έχουμε κοντά μας».
Η δασκάλα της Β’ δημοτικού έγραφε: «Ο Μάνος είναι άριστος μαθητής. Αγαπητός από τους συμμαθητές του, αλλά φαίνεται προβληματισμένος εξ αιτίας της μητέρας του που έχει μια ανίατη ασθένεια, η ζωή στο σπίτι θα είναι δύσκολη».
Η δασκάλα της Γ’ δημοτικού έγραφε: «Ο θάνατος της μητέρας του ήταν πολύ σκληρός και οδυνηρός για αυτόν. Προσπαθεί να κάνει καλά τις εργασίες του, αλλά ο πατέρας του δε δείχνει πολύ ενδιαφέρον. Η ζωή του σπιτιού σύντομα θα τον επηρεάσει εάν δε παρθούν ορισμένα μέτρα».
Η δασκάλα της Δ’ δημοτικού έγραφε: «Ο Μάνος έχει αποσυρθεί και δε δείχνει ενδιαφέρον για το σχολείο. Δεν έχει πολλούς φίλους και πολλές φορές κοιμάται στην τάξη».
Διαβάζοντας όλα αυτά η κυρία Τζοβάννα κατάλαβε το πρόβλημα και ντράπηκε πολύ για τον εαυτό της. Αισθάνθηκε ακόμη χειρότερα, όταν οι μαθητές της της έφεραν χριστουγεννιάτικα δώρα. Όλα ήταν διπλωμένα σε πολύχρωμα χαρτιά με ωραίους φιόγκους, εκτός από του Μάνου. Το δώρο του ήταν άγαρμπα διπλωμένο σε μια καφετιά χοντρή σακούλα του μανάβη. Η κυρία Τζοβάννα δυσκολεύτηκε να το ανοίξει εν μέσω των άλλων δώρων. Μερικά παιδιά άρχισαν να γελάνε όταν έβγαλε από τη σακούλα ένα βραχιόλι που λείπανε μερικές από τις ψεύτικες αδαμάντινες χάντρες και ένα μπουκάλι ένα τέταρτο γεμάτο άρωμα. Αλλά έπνιξε τα γέλια των μαθητών καθώς είπε θαυμαστικά πόσο όμορφο ήταν το βραχιόλι φορώντας το στο χέρι της και βάζοντας μερικές σταγόνες στον καρπό του χεριού της.
Ο Μάνος έμεινε λίγο παραπάνω στο σχολείο στο σχόλασμα για να πει «κυρία Τζοβάννα σήμερα μυρίζατε όπως ακριβώς μύριζε η μαμά μου». Όταν έφυγαν τα παιδιά έκλαιγε για περίπου μισή ώρα. Από εκείνη την ημέρα η κυρία σταμάτησε να διδάσκει ανάγνωση, γραφή και αριθμητική. Έδειχνε ιδιαίτερη προσοχή στο Μάνο. Καθώς δούλευε μαζί του το μυαλό του ζωντάνευε. Όσο πιο πολύ τον ενθάρρυνε τόσο πιο γρήγορα ανταποκρινόταν. Έως το τέλος του χρόνου ο Μάνος είχε γίνει ένα από τα πιο έξυπνα παιδιά της τάξης του, και παρόλο το ψέμα ότι θα αγαπούσε όλα τα παιδιά το ίδιο η κυρία Τζοβάννα ευνοούσε το Μάνο ιδιαίτερα.
Μετά από ένα χρόνο βρήκε ένα σημείωμα κάτω από την πόρτα της. Ήταν από το Μάνο. Της έλεγε ότι ακάμη ήταν η καλύτερη δασκάλα που είχε ποτέ στη ζωή του. Πέρασαν έξι χρόνια πριν πάρει άλλο σημείωμα από το Μάνο. Της έγραφε ότι τελείωσε το Λύκειο και ήταν τρίτος στην τάξη του, και ότι ακόμη ήταν η καλύτερη δασκάλα που είχε ποτέ στη ζωή του.
Μετά τέσσερα χρόνια πήρε άλλο ένα σημείωμα που της έλεγε ότι παρόλο που τα πράγματα ήταν αρκετά δύσκολα κατάφερε να επιμείνει και να συνεχίσει τις σπουδές του, και ότι σύντομα θα αποφοιτούσε από το πανεπιστήμιο με τις μεγαλύτερες διακρίσεις. Την διαβεβαίωνε ότι αυτή ήταν η πιο αγαπητή δασκάλα που είχε σε όλη του την ζωή.
Πέρασαν ακόμη τέσσερα χρόνια και έφτασε ακόμα άλλο ένα γράμμα. Αυτή τη φορά εξηγούσε ότι αφού πήρε το δίπλωμα του αποφάσισε να προχωρήσει πιο πολύ και να κάνει διδακτορικό. Στη γράμμα εξηγούσε ότι αυτή παρέμεινε η πιο καλή και αγαπητή δασκάλα που είχε ποτέ στη ζωή του. Μα τώρα το όνομα του ήταν πιο μακρύ Dr. Εμμανουήλ Σ. Μανούσος.
Η ιστορία δεν τελείωνε εκεί. Υπήρξε ακόμη ένα γράμμα εκείνη την άνοιξη. Ο Μάνος της ανακοίνωνε ότι είχε γνωρίσει μια υπέροχη κοπέλα την οποία θα παντρευόταν. Της εξηγούσε ότι ο πατέρας του είχε πεθάνει πριν μερικά χρόνια και αναρωτιόταν αν θα συμφωνούσε να παραβρεθεί στο γάμο και να καθόταν στη θέση της μητέρας του γαμπρού. Βεβαίως η κυρία Τζοβάννα δέχτηκε. Μαντέψτε! Στο γάμο φορούσε εκείνο το βραχιόλι που της είχε δωρίσει κάποια Χριστούγεννα – χρόνια πίσω. Ναι, εκείνο το βραχιόλι που έλειπαν οι αδαμάντινες πέτρες. Και βεβαιώθηκε ότι φορούσε το ίδιο άρωμα που θυμόταν ότι φορούσε η μητέρα του Μάνου στα τελευταία τους Χριστούγεννα μαζί.
Όταν συναντήθηκαν αγαλιάστηκαν με στοργή. Ο κύριος Μανούσος ψιθύρισε στο αυτί της κυρίας Τζοβάννας «Σας ευχαριστώ κυρία Τζοβάννα που πιστέυατε σε μένα. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ που με κάνατε να νιώθω σπουδαίος και μου δείξατε πως εγώ μπορούσα να διαφέρω».
Η κυρία Τζοβάννα με δάκρυα στα μάτια ψιθύρισε: «Μάνο μου λάθος κατάλαβες. Εσύ ήσουν που δίδαξες σε εμένα πώς να διαφέρω. Δεν ήξερα πώς να διδάσκω μέχρι που σε γνώρισα».
Σε παρακαλώ να θυμάσαι πως ότι κι αν κάνεις, όπου κι αν πας θα έχεις την ευκαιρία να αγγίξεις ή και να αλλάξεις τη σκοπιά, την άποψη ενός ανθρώπου. Και όταν το κάνεις σε παρακαλώ προσπάθησε να την κάνεις θετική.
ΚΑΙΡΗ Σ. ΣΜΥΡΝΙΟΥ
10 φράσεις να λέμε στα παιδιά
Δέκα φράσεις που χρειάζεται να λέμε καθημερινά στα παιδιά Λέξεις και φράσεις που αξίζει να χρησιμοποιούμε καθημερινά και συστηματικά, ανάλογα με την περίσταση, για να ενισχύσουμε την αυτοπεποίθηση και τον αυτοσεβασμό των παιδιών, καθώς και το πολύτιμο συναίσθημα σύνδεσης και μοιράσματος μέσα στην οικογένεια:
1. “Σ΄ ευχαριστώ! “: Μοιάζει αυτονόητο, αλλά πόσο συχνά ευχαριστούμε τα παιδιά μας, αναγνωρίζοντας την προσπάθειά τους να μας βοηθήσουν; “Σ΄ευχαριστώ που έστρωσες το τραπέζι. Εφτιαξα τη σαλάτα όσο με βοηθούσες”. “Σ΄ευχαριστώ που βρήκες τη χαμένη θήκη του cd μου” κοκ.
2. “Πες μου κι άλλα”: Η φράση – κλειδί για άμεση σύνδεση, χωρίς κριτική και υποδείξεις (τουλάχιστον άμεσα). Δίνει το πράσινο φως για να λυθεί η γλώσσα και ν΄ανοίξει η καρδούλα του παιδιού, που μπορεί να αρχίσει να λέει οτιδήποτε το απασχολεί: από την προπαίδεια που μόλις έμαθε μέχρι το πόσο εντυπωσιακό ήταν το πολύχρωμο κασκόλ της δασκάλας του. Στην πραγματικότητα δεν έχει τόσο σημασία τι θα πει, όσο το να νιώθει άνετα να μιλάει με φυσικό τρόπο για την καθημερινότητα και η οικειότητα που αναπτύσσεται μέσα από μια επικοινωνία που ρέει.
3. “Μπορείς!”: Η λέξη – σφραγίδα που αντανακλά την εμπιστοσύνη μας στο δυναμικό του. Η παρότρυνση του γονιού είναι αυτή που κάνει τη διαφορά όταν το παιδί χρειάζεται ενθάρρυνση για να συνεχίσει την προσπάθεια, για να δοκιμάσει κάτι καινούργιο, για να κάνει το πρώτο βήμα, για να επιμείνει απέναντι στη δυσκολία.
4. “Πώς μπορώ να βοηθήσω;”: Η προθυμία μας να βοηθήσουμε (προσοχή, λέμε απλώς να βοηθήσουμε όχι να κάνουμε τη δουλειά για λογαριασμό του) προσφέρει το πολύτιμο συναίσθημα της υποστήριξης στο παιδί. Το εξοικειώνει επίσης με μια πιο γενναιόδωρη και ακομπλεξάριστη συμπεριφορά που μπορεί να υιοθετήσει το ίδιο απέναντι στους συνομηλίκους του.
5. “Ας βάλουμε όλοι ένα χεράκι για να…..”: συμμαζέψουμε το σπίτι, καθαρίσουμε το δωμάτιο, φυτέψουμε τον κήπο…κοκ. Υπάρχει πιο όμορφος τρόπος για να μάθουν τα παιδιά την αξία της συνεργασίας και της συλλογικότητας, ώστε να γίνονται όλα πιο αποτελεσματικά, πιο εύκολα και πιο γρήγορα;
6. “Τι θα ΄λεγες για μια αγκαλιά;”: Ο πιο γλυκός , άμεσος, υπέροχος τρόπος για να δείξουμε τρυφερότητα, υποστήριξη, αγάπη… Ίσως όσο τα παιδιά μεγαλώνουν να αλλάζει και ο τρόπος που θέλουν να τους εκδηλώνουμε την τρυφερότητά μας: μπορεί να θέλουν αγκαλιά “διαρκείας” ή ένα χτυπηματάκι στην πλάτη ή ένα φιλάκι στο μάγουλο ή μια γρήγορη αγκαλιά…
7. “Παρακαλώ”: Διαχρονική και κλασική λέξη όταν ζητάμε οτιδήποτε από το παιδί. Στο κάτω κάτω δείχνει στοιχειώδη ευγένεια, το χρησιμοποιούμε με τους ξένους, γιατί όχι και με το παιδί μας.
8. “Μπράβο, τα κατάφερες!”: Η λεκτική επιβράβευση από έναν περήφανο γονιό δίνει φτερά στο παιδί για να επιστρατεύσει τις δυνάμεις του και να ανοιχτεί σε νέα επιτεύγματα. Προσοχή: Να λέμε το μπράβο όταν το νιώθουμε πραγματικά και για μια συγκεκριμένη προσπάθεια ή συμπεριφορά. Αν το λέμε με ευκολία για καθετί χάνει την αξία του!
9. “Είναι ώρα για …”: …ύπνο, μελέτη, ξεκούραση, να κλείσει η τηλεόραση κοκ. Είναι πολύ σημαντικό να υπάρχει ένα σταθερό πλαίσιο μέσα στο οποίο τα παιδιά λειτουργούν και είναι δουλειά του γονιού να το παρέχει και να το τηρεί, ειδικά όταν τα παιδιά είναι ακόμα μικρά.
10. “Σ΄ αγαπώ!”: Δεν αρκεί να το νιώθουμε, χρειάζεται να το λέμε και να το ξαναλέμε! Οσο πιο συχνά λέμε “σ΄αγαπώ” τόσο πιο συχνά το ακούμε και η ζωή γίνεται όλο και πιο όμορφη! Οσο για τα παιδιά, τα θεμέλια της αυτοεκτίμησής τους είναι τα “σ΄ αγαπώ”, σε λέξεις και πράξεις, που εισέπραξαν από τους γονείς τους!
1. “Σ΄ ευχαριστώ! “: Μοιάζει αυτονόητο, αλλά πόσο συχνά ευχαριστούμε τα παιδιά μας, αναγνωρίζοντας την προσπάθειά τους να μας βοηθήσουν; “Σ΄ευχαριστώ που έστρωσες το τραπέζι. Εφτιαξα τη σαλάτα όσο με βοηθούσες”. “Σ΄ευχαριστώ που βρήκες τη χαμένη θήκη του cd μου” κοκ.
2. “Πες μου κι άλλα”: Η φράση – κλειδί για άμεση σύνδεση, χωρίς κριτική και υποδείξεις (τουλάχιστον άμεσα). Δίνει το πράσινο φως για να λυθεί η γλώσσα και ν΄ανοίξει η καρδούλα του παιδιού, που μπορεί να αρχίσει να λέει οτιδήποτε το απασχολεί: από την προπαίδεια που μόλις έμαθε μέχρι το πόσο εντυπωσιακό ήταν το πολύχρωμο κασκόλ της δασκάλας του. Στην πραγματικότητα δεν έχει τόσο σημασία τι θα πει, όσο το να νιώθει άνετα να μιλάει με φυσικό τρόπο για την καθημερινότητα και η οικειότητα που αναπτύσσεται μέσα από μια επικοινωνία που ρέει.
3. “Μπορείς!”: Η λέξη – σφραγίδα που αντανακλά την εμπιστοσύνη μας στο δυναμικό του. Η παρότρυνση του γονιού είναι αυτή που κάνει τη διαφορά όταν το παιδί χρειάζεται ενθάρρυνση για να συνεχίσει την προσπάθεια, για να δοκιμάσει κάτι καινούργιο, για να κάνει το πρώτο βήμα, για να επιμείνει απέναντι στη δυσκολία.
4. “Πώς μπορώ να βοηθήσω;”: Η προθυμία μας να βοηθήσουμε (προσοχή, λέμε απλώς να βοηθήσουμε όχι να κάνουμε τη δουλειά για λογαριασμό του) προσφέρει το πολύτιμο συναίσθημα της υποστήριξης στο παιδί. Το εξοικειώνει επίσης με μια πιο γενναιόδωρη και ακομπλεξάριστη συμπεριφορά που μπορεί να υιοθετήσει το ίδιο απέναντι στους συνομηλίκους του.
5. “Ας βάλουμε όλοι ένα χεράκι για να…..”: συμμαζέψουμε το σπίτι, καθαρίσουμε το δωμάτιο, φυτέψουμε τον κήπο…κοκ. Υπάρχει πιο όμορφος τρόπος για να μάθουν τα παιδιά την αξία της συνεργασίας και της συλλογικότητας, ώστε να γίνονται όλα πιο αποτελεσματικά, πιο εύκολα και πιο γρήγορα;
6. “Τι θα ΄λεγες για μια αγκαλιά;”: Ο πιο γλυκός , άμεσος, υπέροχος τρόπος για να δείξουμε τρυφερότητα, υποστήριξη, αγάπη… Ίσως όσο τα παιδιά μεγαλώνουν να αλλάζει και ο τρόπος που θέλουν να τους εκδηλώνουμε την τρυφερότητά μας: μπορεί να θέλουν αγκαλιά “διαρκείας” ή ένα χτυπηματάκι στην πλάτη ή ένα φιλάκι στο μάγουλο ή μια γρήγορη αγκαλιά…
7. “Παρακαλώ”: Διαχρονική και κλασική λέξη όταν ζητάμε οτιδήποτε από το παιδί. Στο κάτω κάτω δείχνει στοιχειώδη ευγένεια, το χρησιμοποιούμε με τους ξένους, γιατί όχι και με το παιδί μας.
8. “Μπράβο, τα κατάφερες!”: Η λεκτική επιβράβευση από έναν περήφανο γονιό δίνει φτερά στο παιδί για να επιστρατεύσει τις δυνάμεις του και να ανοιχτεί σε νέα επιτεύγματα. Προσοχή: Να λέμε το μπράβο όταν το νιώθουμε πραγματικά και για μια συγκεκριμένη προσπάθεια ή συμπεριφορά. Αν το λέμε με ευκολία για καθετί χάνει την αξία του!
9. “Είναι ώρα για …”: …ύπνο, μελέτη, ξεκούραση, να κλείσει η τηλεόραση κοκ. Είναι πολύ σημαντικό να υπάρχει ένα σταθερό πλαίσιο μέσα στο οποίο τα παιδιά λειτουργούν και είναι δουλειά του γονιού να το παρέχει και να το τηρεί, ειδικά όταν τα παιδιά είναι ακόμα μικρά.
10. “Σ΄ αγαπώ!”: Δεν αρκεί να το νιώθουμε, χρειάζεται να το λέμε και να το ξαναλέμε! Οσο πιο συχνά λέμε “σ΄αγαπώ” τόσο πιο συχνά το ακούμε και η ζωή γίνεται όλο και πιο όμορφη! Οσο για τα παιδιά, τα θεμέλια της αυτοεκτίμησής τους είναι τα “σ΄ αγαπώ”, σε λέξεις και πράξεις, που εισέπραξαν από τους γονείς τους!
Ενορία - Κοινή προσευχή
Είναι μεγάλη η δύναμη της κοινής προσευχής των πιστών στην εκκλησία, του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
Και όταν βρίσκεσαι έξω από την εκκλησία, φώναζε μυστικά: "Ελέησέ με!". Φώναζε με τη σκέψη σου, χωρίς να κινείς τα χείλη σου. Γιατί ο Θεός μας ακούει και όταν σωπαίνουμε. Δεν απαιτείται τόσο τόπος, όσο τρόπος προσευχής. Και στο λουτρό αν είσαι, να προσεύχεσαι. Όπου κι αν είσαι, να προσεύχεσαι. Όλη η κτίση είναι ναός του Θεού.
Εσύ ο ίδιος είσαι ναός του Θεού, και ψάχνεις τόπο για να προσευχηθείς;
Η θάλασσα απλωνόταν μπροστά. Οι Αιγύπτιοι έρχονταν από πίσω. Και ο Μωυσής βρισκόταν στη μέση. Ζητούσε από το Θεό βοήθεια, χωρίς να λέει ούτε λέξη· τόση ήταν η αμηχανία του. Και μολονότι δεν ακουγόταν η φωνή του, ο Κύριος του είπε: «Τί μου φωνάζεις;».
Τον άκουγε, λοιπόν, αν και δεν μιλούσε. Έτσι κι εσύ, όταν σου έρχεται πειρασμός, να ζητάς καταφύγιο στο Θεό, να καλείς μυστικά σε βοήθεια τον Κύριό σου. Αυτός είναι πάντα κοντά σου, γι' αυτό δεν χρειάζεται να Τον αναζητήσεις σε ορισμένο τόπο, όπως κάνεις με τους ανθρώπους. «Θα φωνάξεις στο Θεό, κι Εκείνος θα σ' ακούσει», όπως λέει ο προφήτης Ησαΐας. «Εσύ ακόμα θα προσεύχεσαι, κι Εκείνος θα σου απαντήσει: "Να, εδώ είμαι, δίπλα σου!"». Αν αγωνίζεσαι να διατηρείς την καρδιά σου καθαρή από την κακία, ο Κύριος σ' ακούει πάντα και παντού.
Με όλα αυτά, βέβαια, δεν θέλω να υποτιμήσω την προσευχή που γίνεται από τους χριστιανούς στο ναό. Όχι. Γιατί είναι μεγάλη, πολύ μεγάλη η δύναμη της κοινής προσευχής των αδελφών στην εκκλησία.
Θέλεις να μάθεις πόση; Άκου: Κάποτε ο απόστολος Πέτρος ήταν φυλακισμένος και αλυσοδεμένος. Μα «η Εκκλησία προσευχόταν αδιάκοπα στο Θεό γι' αυτόν».
Και η προσευχή του εκκλησιάσματος τον ελευθέρωσε θαυματουργικά από τη φυλακή κι από τις αλυσίδες. Τι, λοιπόν, είναι δυνατότερο από την προσευχή, που έσωσε το στύλο και τον πύργο της Εκκλησίας;
Είναι μεγάλη η δύναμη της κοινής προσευχής των πιστών στην εκκλησία, του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
Και όταν βρίσκεσαι έξω από την εκκλησία, φώναζε μυστικά: "Ελέησέ με!". Φώναζε με τη σκέψη σου, χωρίς να κινείς τα χείλη σου. Γιατί ο Θεός μας ακούει και όταν σωπαίνουμε. Δεν απαιτείται τόσο τόπος, όσο τρόπος προσευχής. Και στο λουτρό αν είσαι, να προσεύχεσαι. Όπου κι αν είσαι, να προσεύχεσαι. Όλη η κτίση είναι ναός του Θεού.
Εσύ ο ίδιος είσαι ναός του Θεού, και ψάχνεις τόπο για να προσευχηθείς;
Η θάλασσα απλωνόταν μπροστά. Οι Αιγύπτιοι έρχονταν από πίσω. Και ο Μωυσής βρισκόταν στη μέση. Ζητούσε από το Θεό βοήθεια, χωρίς να λέει ούτε λέξη· τόση ήταν η αμηχανία του. Και μολονότι δεν ακουγόταν η φωνή του, ο Κύριος του είπε: «Τί μου φωνάζεις;».
Τον άκουγε, λοιπόν, αν και δεν μιλούσε. Έτσι κι εσύ, όταν σου έρχεται πειρασμός, να ζητάς καταφύγιο στο Θεό, να καλείς μυστικά σε βοήθεια τον Κύριό σου. Αυτός είναι πάντα κοντά σου, γι' αυτό δεν χρειάζεται να Τον αναζητήσεις σε ορισμένο τόπο, όπως κάνεις με τους ανθρώπους. «Θα φωνάξεις στο Θεό, κι Εκείνος θα σ' ακούσει», όπως λέει ο προφήτης Ησαΐας. «Εσύ ακόμα θα προσεύχεσαι, κι Εκείνος θα σου απαντήσει: "Να, εδώ είμαι, δίπλα σου!"». Αν αγωνίζεσαι να διατηρείς την καρδιά σου καθαρή από την κακία, ο Κύριος σ' ακούει πάντα και παντού.
Με όλα αυτά, βέβαια, δεν θέλω να υποτιμήσω την προσευχή που γίνεται από τους χριστιανούς στο ναό. Όχι. Γιατί είναι μεγάλη, πολύ μεγάλη η δύναμη της κοινής προσευχής των αδελφών στην εκκλησία.
Θέλεις να μάθεις πόση; Άκου: Κάποτε ο απόστολος Πέτρος ήταν φυλακισμένος και αλυσοδεμένος. Μα «η Εκκλησία προσευχόταν αδιάκοπα στο Θεό γι' αυτόν».
Και η προσευχή του εκκλησιάσματος τον ελευθέρωσε θαυματουργικά από τη φυλακή κι από τις αλυσίδες. Τι, λοιπόν, είναι δυνατότερο από την προσευχή, που έσωσε το στύλο και τον πύργο της Εκκλησίας;